- εξορμητικός
- η , ό[ν]1) стремительный, порывистый; 2) подстрекающий, побуждающий;
εξορμητικός εις πόλεμον — подстрекающий к войне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξορμητικός εις πόλεμον — подстрекающий к войне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξορμητικός — stimulating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορμητικός — ή, ό (Α ἐξορμητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει τάση για εξόρμηση* αρχ. προτρεπτικός … Dictionary of Greek
ἐξορμητικόν — ἐξορμητικός stimulating masc acc sg ἐξορμητικός stimulating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)